ανώμαλος

ανώμαλος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο.
2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη.
3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν ακολουθούν τους γενικούς κανόνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… …   Dictionary of Greek

  • ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… …   Dictionary of Greek

  • πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”